σπαρτακιστής

σπαρτακιστής
ο, θηλ. σπαρτακίστρια, Ν
μέλος ή οπαδός τής επαναστατικής ομάδας Σπάρτακος, που συγκροτήθηκε το 1916 στα πλαίσια τού Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος από τους Καρλ Λήμπνκεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Βήλχελμ Πηκ κ.ά. και αποτέλεσε τον πυρήνα για την ίδρυση τού Κομμουνιστικού Κόμματος τής Γερμανίας το 1918.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτακος + -ιστής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”